τακέντα

τακέντα
τήκω
melt
aor part pass neut nom/voc/acc pl
τήκω
melt
aor part pass masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνίζω — Μ κάθομαι μαζί με άλλους σε σύσκεψη ενός σώματος αρχ. 1. συνιζάνω, κατακαθίζω («τὸν ἄργυρον συνιζῆσαι τακέντα», Πλούτ.) 2. προκαλώ συνίζηση, προκαλώ πτώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἵζω «βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω, ιδρύω, τοποθετώ»] …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”